Μια διαταραχή σιδήρου είναι οποιαδήποτε μη ισορροπημένη κατάσταση του ιχνοστοιχείου, με περίσσεια ή ανεπάρκεια και συνέπεια τη μη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού.
Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, φύλο ή εθνικότητα. Μπορεί να είναι κληρονομική (γενετική) ή επίκτητη από την πρόσληψη πολλών μεταγγίσεων αίματος, θεραπευτικών σχημάτων πρόσληψης σιδήρου ή υψηλών επιπέδων συμπληρωμάτων σιδήρου.
Το Ινστιτούτο Διαταραχών Σιδήρου εκτιμά ότι το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ή είναι σε κίνδυνο να εμφανίσει κάποια διαταραχή σιδήρου στη διάρκεια της ζωής του.
Το σώμα μας χρειάζεται τον σίδηρο για την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων, τα οποία μεταφέρουν οξυγόνο στους μυς και τους ιστούς μας. Ο σίδηρος είναι ένα από τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία για την ανάπτυξη, την εξέλιξη, και τη φυσιολογική λειτουργία των κυττάρων. Σε αντίθεση με άλλα μικροθρεπτικά συστατικά όπως οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες, μια υπερβολική ποσότητα συσσωρευμένου σιδήρου στο σώμα μπορεί να είναι σημαντικά τοξική για τον οργανισμό.
Φυσιολογικά, τα άτομα με υψηλές ποσότητες σιδήρου στον οργανισμό απορροφούν αναλογικά λιγότερη ποσότητα σιδήρου από αυτή που καταναλώνουν, ενώ άτομα με χαμηλότερο επίπεδο σιδήρου απορροφούν περισσότερο με οποιαδήποτε διαιτητική πρόσληψη. Αυτή η διαδικασία της επιλεκτικής απορρόφησης είναι ο θεμελιώδης μηχανισμός με τον οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός ρυθμίζει την ισορροπία σιδήρου για την πρόληψη της τοξικότητας.
Ο οργανισμός δεν διαθέτει αποτελεσματικά μέσα για την αποβολή σιδήρου και έτσι η ρύθμιση της απορρόφησης του διαιτητικού σιδήρου είναι ένα κρίσιμο σημείο στην ομοιόσταση του σιδήρου στο σώμα με συνέπεια κάποιες φορές την τοξικότητα του. Έτσι, μπορεί να έχουμε συσσώρευση σιδήρου στους ιστούς και τα όργανα του σώματος, όταν οι αποθήκες είναι πλήρης. Για παράδειγμα, τα άτομα με διαταραχές υπερφόρτωσης σιδήρου βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν τοξικότητα, λόγω των υψηλών αποθεμάτων τους σε σιδήρου.
Η αιμοχρωμάτωση είναι μια ασθένεια που προκύπτει από υπερβολικές ποσότητες του σιδήρου στο σώμα. Η γενετική αιμοχρωμάτωση είναι μια κληρονομική διαταραχή του μη φυσιολογικού μεταβολισμού του σιδήρου. Τα άτομα με κληρονομική αιμοχρωμάτωση απορροφούν πολύ μεγάλες ποσότητες διαιτητικού σιδήρου χωρίς να μπορούν να τις αποβάλλουν. Προοδευτικά, αυτή η υπερβολική ποσότητα προωθεί μια κατάσταση υπερφόρτωσης σιδήρου, τοξική για τα κύτταρα. Έτσι αδένες και όργανα του σώματος επιβαρύνονται με περίσσεια σιδήρου και δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διαταραχών Σιδήρου, η απορρόφηση σιδήρου σε ένα άτομο με αιμοχρωμάτωση μπορεί να είναι όσο τέσσερις φορές η κανονική ποσότητα.
Χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα φερριτίνης ορού με φυσιολογικά ποσοστά κορεσμού τρανσφερρίνης-σιδήρου. Άτομα με αυτό το σύνδρομο πιθανότατα να έχουν αυξημένα ηπατικά ένζυμα που πιθανώς οφείλονται σε λιπώδες ήπαρ.
Τα άτομα με διαταραχές υπερφόρτωσης σιδήρου μπορεί να έχουν πολλά ασαφή συμπτώματα ή προβλήματα υγείας: κόπωση, πόνο στις αρθρώσεις, νόσο των αρθρώσεων ή των οστών (οστεοαρθρίτιδα, οστεοπόρωση), δύσπνοια, υπογονιμότητα, ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό, ηπατικές νόσους, διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, κατάθλιψη, ψυχικές διαταραχές, ελλιπείς γνωστικές δεξιότητες, νευροεκφυλιστικές ασθένειες (Alzheimer, πρώιμη εκδήλωση Parkinson, νόσος του Huntington, επιληψία και σκλήρυνση κατά πλάκας).
Μερικές διαταραχές σιδήρου είναι αρκετά απλές στον εντοπισμό ή τη διαχείριση, ενώ άλλοι τύποι είναι πιο περίπλοκοι και περιλαμβάνουν πολλαπλές διαταραχές σιδήρου, ασθένεια ή άλλους παράγοντες που δημιουργούν προβλήματα. Η θεραπεία περιλαμβάνει την απομάκρυνση της περίσσειας σιδήρου από τον οργανισμό μέσω
Τα άτομα με διαταραχές υπερφόρτωσης σιδήρου θα πρέπει επίσης να μειώσουν την ποσότητα πρόσληψης σιδήρου από τη διατροφή.
Ο σίδηρος εμφανίζεται με δύο θεμελιώδεις μορφές στη διατροφή μας: τον αιμικό και μη-αιμικό σίδηρο.
Ο αιμικός σίδηρος βρίσκεται σε όλες τις μορφές του σιδήρου από ζωικές πηγές όπως τα ψάρια, τα πουλερικά και το κόκκινο κρέας, ενώ ο μη-αιμικός σίδηρος στις άλλες μορφές του σε φυτικές τροφές όπως τα όσπρια, τα λαχανικά, τα φρούτα, οι ξηροί καρποί, τα δημητριακά και σε εμπλουτισμένα με σίδηρο τρόφιμα.
Ο μη-αιμικός σίδηρος δεν απορροφάται το ίδιο καλά με τον αιμικό σίδηρο από τον οργανισμό. Διάφορα διατροφικά συστατικά όταν συνδεθούν με μη-αιμικό σίδηρο μπορούν να ενισχύσουν ή να αναστείλουν τη μη-αιμική βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου. Το κιτρικό οξύ, ορισμένα αμινοξέα και το ασκορβικό οξύ προάγουν τη μη-αιμική απορρόφηση σιδήρου. Ο αριθμός των «αναστολέων» της απορρόφησης του μη-αιμικού σιδήρου είναι σημαντικός με τους κύριους να είναι το φυτικό οξύ, οι πολυφαινόλες, και το ταννικό οξύ.
Έτσι, μια διατροφή που περιέχει μία μεγάλη ποσότητα δημητριακών, μη-εύπεπτων φυτικών ινών, κλπ. θα έχει φτωχή βιοδιαθεσιμότητα. Αντίθετα, μια διατροφή πλούσια σε ραφιναρισμένα προϊόντα και μεγάλη ποσότητα κρέατος θα έχει μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα σιδήρου.
Ειδικότερα τα άτομα με διαταραχές υπερφόρτωσης σιδήρου θα πρέπει να συμβουλεύονται να:
Επικοινώνησε μαζί μου εδώ για μια εξειδικευμένη διατροφή στις διαταραχές υπερφόρτωσης σιδήρου.
Είμαστε μια ομάδα Διαιτολόγων - Διατροφολόγων και στόχος μας είναι να σε παροτρύνουμε, να σε κινητοποιήσουμε και να σε εκπαιδεύσουμε σε μια αλλαγή στάσης ζωής... Δοκίμασε!